Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το χρυσό μετάλλιο

См. также в других словарях:

  • μετάλλιο — το τεμάχιο μετάλλου, συνήθως σε σχήμα νομίσματος, που φέρει χαραγμένη ή ανάγλυφη παράσταση ή επιγραφή και δίνεται ως αναμνηστικό σημαντικού γεγονότος ή τόπου ή ως ένδειξη τιμής σε ένα πρόσωπο για αξιόλογη πράξη ή για προσφερθείσα υπηρεσία (α.… …   Dictionary of Greek

  • μετάλλιο — το κομμάτι μετάλλου, συνήθως κυκλικό, με ανάγλυφες παραστάσεις ή επιγραφή, που προσφέρεται τιμητικά σε πρόσωπα για τη δράση τους (μετάλλιο ανδρείας) ή ως έπαθλο (μετάλλιο Ολυμπιακών αγώνων): Κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στην κολύμβηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • Μουρούτσος, Μιχάλης — (Λαγκάδια Γορτυνίας 1980 –). Ολυμπιονίκης στο αγώνισμα τάε κβον ντο. Άρχισε να ασχολείται με το τάε κβον ντο σε ηλικία επτά, μόλις, ετών, έχει μαύρη ζώνη με τρία νταν και αγωνίζεται στην κατηγορία έως 58 κιλά. Το 1997 αναδείχθηκε πρώτος νικητής… …   Dictionary of Greek

  • Μελισσανίδης, Ιωάννης — (Μόναχο, Γερμανία 1977 –) Ολυμπιονίκης της ενόργανης γυμναστικής. Άρχισε να ασχολείται με τη γυμναστική το 1986, μετά τον επαναπατρισμό της οικογένειάς του στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη του επιτυχία ήλθε το 1993 με την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου… …   Dictionary of Greek

  • ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… …   Dictionary of Greek

  • Μπούμπκα, Σεργκέι — (Βοροσίλοφγκραντ, Ουκρανία 1963 –). Ουκρανός αθλητής του στίβου και Ολυμπιονίκης (με τη Σοβιετική Ένωση). Ο χρυσός Ολυμπιονίκης της Σεούλ υπήρξε ένας από τους λίγους αθλητές του στίβου που κυριάρχησε τόσο πολύ στο άθλημά του, το άλμα επί κοντώ,… …   Dictionary of Greek

  • Βαρβιτσιώτης, Τάκης — (Θεσσαλονίκη 1916 –). Νομικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, παράλληλα όμως ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε κυρίως ποιήματα, δοκίμια και μετέφρασε… …   Dictionary of Greek

  • Ζάτοπεκ, Εμίλ — (Emil Zatopek, Κοπρίβνιτσε 1922 – Πράγα 2000). Τσέχος δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Ένας από τους κορυφαίους αθλητές αγώνων αντοχής και ημιαντοχής, έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Ο άνθρωπος ατμομηχανή. Κέρδισε στην καριέρα του συνολικά 4… …   Dictionary of Greek

  • Θάνου, Κατερίνα — (Αθήνα 1976 –). Αθλήτρια του στίβου και Ολυμπιονίκης. Η Θ. ξεκίνησε τον στίβο στον Εθνικό Γ.Σ. ενώ στη συνέχεια αγωνίστηκε με τα χρώματα του Ολυμπιακού. Σημαντικότερη επιτυχία της είναι το ασημένιο μετάλλιο που κατέκτησε στους Ολυμπιακούς αγώνες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»